1/5/11

ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ



Σας οσμίζομαι γύρω μου
ζωγραφισμένες ικεσίες
στη σιωπή,
ψίθυροι απο γοερούς θρήνους,
στην πορεία των παλμών
όταν τρομάζει η καρδιά μου
απο τον θάνατο
μιας μικρής αλήθειας
που τόλμησε ν'ανθίσει
πρώιμο στάχυ
καρπός πικρός,
στην έρημο της μεσημβρινής ηρεμίας.
Νοιώθω το βάρος
της προσμονής σας
σαν την θύελλα των υπερήχων
στους κραδασμούς των ονείρων
σαν το χνώτο της γής
που παθιάζεται και βογγά
σαν θηλυκο παρθένο
που αποζητά
να γκαστρωθεί την αλήθεια
και τ'ονειρο
απο το σπέρμα του άνεμου
αλήτη γυρολόγου
πραματευτή
στα σοκάκια του κόσμου.
Σας κουβαλάω τις νύχτες
μέσα στο σακκούλι με τη μοναξιά
και οδοιπορούμε
πάνω στο υφάδι του αργαλειού
της μάνας μας
με οδηγό ενα μακρυνό χνώτο
μιάν οσμή απο νωπή λάσπη.
Σας κουβαλάω
μέσα στη φυλακή
των γεωμετρικών σχημάτων
και των αριθμών
της "σοφίας" μου
και εκλιπαρώ να λυτρωθώ
απο κείνο το καυτό μολύβι
που κρύψατε στην απαλάμη μου
σαν μικρό σβώλο απο κοκκινόχωμα
στις σπονδές των αγαπημένων.
Σαν κλάμα
ή σαν τρυφερό τέλος
ενός μίσχου
με στεγνό στόμα.
Και είναι τα μάτια σας
μικρές σταγόνες
μιάς αδιάκοπης σιγανής βροχής
πάνω στούς χλωμούς ίσκιους
της χθεσινής μέρας.
Ξέρω, πως πορευτήκατε το γολγοθά
με τα χοντρά βήματα
του χρέους
με την καρδιά σας
ερωτευμένο ανθό
στη δροσιά του Απρίλη.
Για το ψωμί της γής
για το ημέρωμα της ανάσας
στο απομεσήμερο της φάμπρικας
στον αδερφο εσπερινο
που αποχαιρετά μ'ενα φίλημα
την ελπίδα μας.
Πως φιλιόσατε με το θάνατο
και του χαρίσατε
τις μικρές χρωματιστες χάντρες
απο τις μνήμες της άνοιξης
απο τη γεύση του έρωτα
που δεν τελειώσατε
στη σιγανή τρυφερή κουβέντα
στο βιαστικο φίλημα της αγαπημένης
πίσω απο το φράχτη.
Πως του τάξατε
ενέχυρο τα φτερά σας
για να λευτερώσει τα στόματα
των μανάδων και των αδερφών
των πεινασμένων πουλιών
πάνω στην πορφυρή αγαλλίαση
του πατέρα ήλιου
πάνω στο βυζί
της Δήμητρας
με τα στάχια και το γλυκό αραποσίτι.
Αδερφοί μου,
που πορευτήκατε
και ζωγραφίσατε την καρδιά σας,
τα ονειρά σας
και ίσως
ενα μικρό ανθρώπινο παράπονο
στο τελευταίο αντίο
όταν ξεκολλούσατε το στόμα
απ'το κρασί και το νερό
στούς τένοντες των ποδιων
που αναριγούσαν,
στην επαφή
τελευταίο ασπασμό
θρήνο και δόξα
στην τρυφερή χλόη
με τα χαμομήλια και τ'αγριόκρινα
όταν κροτάλιζαν τα πολυβόλα
κραυγή και σαλπισμα
σαν την υπογραφή ενός θεού
στην ανάληψη ενός χρέους
στα ματωμένα θάμνα
της Καισαριανής.
Στην Κοκκινιά,
στη γερμένη μάνα
που στέγνωνε το θρήνο
με το πηλό
απο αίμα και ζεστό χώμα
απο τ'αχνάρια του μοναχογιού
πάνω στις πενθούσες πέτρες
του Δεκατρία,
κι έφκιανε μικρά πουλιά
να τα ζεστάνει στις 'απαλάμες της
και στην καρδιά της.
Σας κουβαλάω
ατελείωτες ώρες
και μέρες και χρόνους.
Σαν ψηλαφίζω
το παράπονο
μιας απολησμονημένης φωτογραφίας.
Οταν κλαίει
ενα μικρό ανθάκι απο γαζία
μέσα στον παρθένο κόρφο
της αγαπημένης
που ποτέ πια
δε θα μεστώσει
το γάλα το γλυκό
στούς τρυφερούς μαστούς
που μάλλιασαν και πέθαναν
να περιμένουν
το χνώτο το ζεστό
τα χέρια δρέπανα
του τρυγητή άντρα.
Αδερφοί μου,
που ζωγραφίζατε τον αυριανό ήλιο
με φτερούγες κατάλευκες
πάνω στην κόκκινη άμμο
με τις πικρές πέτρες
του Αη Στράτη.
Οσμίζομαι το βλέμμα σας
να περιμένει μιαν απόκριση
πίσω απο τους ασβεστωμένους τοίχους
με τις σφαλισμένες τρύπες
που 'χατε κρύψει το μήνυμα
την υπόσχεση και το χρέος
μ'ενα καυτό μυτερό μολύβι
κι ένα κομμάτι αίμα
περίσσεμα της καρδιάς.
Σας κουβαλάω μέσα μου
κι αφουγκράζομαι
τα νεύματα
που γράφετε στην καρδια μου
και κλαίω,
που δεν μπορώ
να σας αποκριθώ χωρίς ντροπή,
να σας ασπαστώ,
για να γλυκάνω την ερημιά σας
σ'αυτο που ξέρετε και σείς
και που, ίσως,
το μάθατε την ύστατη ώρα
όταν ταξίδευαν οι σφαίρες
για το τελευταίο έκπληκτο βλέμμα σας
στο κατώφλι του τέλους.
Και ξέρω πως πονάτε
και ξέρετε πως κλαίω
για τούτη τη λέξη,
που τη βάλαμε στα στόματα των παιδιών
και τη σηκώσαμε
στα κουρασμένα κεφαλομάντηλα
των μανάδων
για να κρυφτούμε απο σας
και την είπαμε "Ειρήνη''
Και ξέρω,
αδερφοί μου,
πως κάπου σ'εναν τοίχο
θα'χετε γράψει,
το ξέρω,
και κλαίω
σ'εναν τοίχο
που δεν καταφέραμε ν'ασβεστώσουμε
θα 'χετε γράψει
με τις καρδιές σας
και τις φτερούγες σας
με τους ανθούς που σας περίσεψαν
απ'τον κόκκινο Μάη,
το ξέρω, αδερφοί μου,
θα 'χετε γράψει
με το ξεχασμένο αίμα
της μικρής Μαργαρίτας
φοβέρα κι ανάθεμα
''Π Ρ Ο Δ Ο Τ Ε Σ"


                                 Μανόλης Αγγελάκης

Μ ά η ς....ο μ ο ρ φ ι ά....